27/3/11

Για την Μαρία Μπέικου




Σε ηλικία 86 ετών, έφυγε από τη ζωή χθες το απόγευμα στο νοσοκομείο Σωτηρία η αντιστασιακή αγωνίστρια Μαρία Μπέικου. Η κηδεία της θα γίνει τη Δευτέρα, στις 11.00 το πρωί στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

H Μαρία Μπέικου για την Μαρία Μπέικου

Γεννήθηκα στο Ξηροχώρι της Εύβοιας.
Στον πόλεμο είμαι φοιτήτρια της Νομικής στην Αθήνα. Οργανώνομαι και δουλεύω παράνομα μαζί με τον Λ. Κύρκο στο Πανεπιστήμιο. Συλλαμβάνεται ο Αδερφός μου και οδηγείται στις φυλακές. Πλαστογραφώ την υπογραφή του πατέρα μου και κατατάσσομαι στον ΕΛΑΣ. Δε νιώθω καθόλου διαφορετικά από τις άλλες γυναίκες της ιστορίας αυτού του τόπου.
Η Αντίσταση δεν είναι προσωπική μου υπόθεση, είναι εθνική. Η πρώτη μου μάχη είναι στο Καρπενήσι.
Ξέρω ότι αμύνομαι, δε θέλω να κάνω κακό σε κανένα, αλλά ο απέναντι μου είναι εχθρός.
Σημαδεύω και πυροβολώ. Φοβάμαι. Καταλαβαίνω στο πρόσωπο του διπλανού μου τι σημαίνει σύντροφος. Κόβω την κοτσίδα μου για να παρελάσω στην απελευθέρωση. Αφήνω το όπλο μου στη Βάρκιζα. Παντρεύομαι τον Γιωργούλα Μπέικο.
Ξαναπιάνω το τουφέκι για να αμυνθώ δεύτερη φορά με το Δημοκρατικό Στρατό. Το αφήνω ηττημένη πια στα Αλβανικά σύνορα και φεύγω περνώντας στο
Άγνωστο.
Τρομάζω.
Ζω 27 χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Φοιτήτρια στην Ακαδημία Κινηματογραφίας της Σοβιετικής Ένωσης στην τάξη του Μιχαήλ Ρομ.
Με τον συμμαθητή και πολύ καλό φίλο μου Αντρέι Ταρκόφσκι, στο Γ’ έτος σκηνοθετούμε μαζί τους Φονιάδες του Έρνεστ Χέμινγουει. Δουλεύω ως εκφωνήτρια στο Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας. 27 χρόνια χωρίς να έχω ιθαγένεια. Ψάχνω να βρω κάποιον ν’ ακούσει την ιστορία. Τη λέω παντού.

Η επιστροφή.

Επιστρέφω στην Ελλάδα με την τέφρα του Γιωργούλα σαν την Ηλέκτρα.
Η Ελλάδα. Στα όνειρα μου. Βλέπω ακόμα ότι τρέχω στα βουνά. Πατρίδα μου είναι όλα αυτά. Είναι η αίσθηση που έχω για όλα αυτά.

Για την αγωνίστρια Μαρία Μπέικου που μας ταξίδεψε και μας δίδαξε μέσα από τις ιστορίες της ζωής της σ ένα πρωινό καφέ στο σπίτι της στην Εύβοια, μια μυγδαλιά για τους αγώνες της και μια ακόμα για την παρακαταθήκη που άφησε πίσω της

"ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΡΩΤΑ ΕΚΑΤΟΙΚΟΥΣΕ Ο ΗΛΙΟΣ"

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
κι ανάβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλατάνου λεβέντικου
και μια σημαία πλατάγιαζε ψηλά γη και νερό
που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
μα όλος ο κόπος τ' ουρανού
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
πρωί στα πόδια του βουνού
τώρα σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

Τώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της
μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια.


Οδυσσέας Ελύτης




Δεν υπάρχουν σχόλια: